4 σύ κύριε ήρετίσω τόν Δαυιδ βασιλέα έπι Ισραηλ και σύ ωμοσας αύτφ περι του σπέρματος αύτου εις τόν αιώνα του μή έκλείπειν απέναντι' σου βασίλειον αύτου
5 και έν ταΐς άμαρτίαις ημών έπανέστησαν ήμΐν αμαρτωλοί έπέθεντο ημΐν και εξωσαν ημάς οίς ούκ έπηγγείλω μετά βίας αφείλαντο και ούκ έδόξασαν τό όνομά σου τό έντιμον
6 έν δόξη έθεντο βασίλειον αντι ύψους αύτών ήρήμωσαν τόν θρόνον Δαυιδ έν ύπερηφανι^ αλλάγματος
7 και σύ ό θεός καταβαλεΐς αύτούς και άρεΐς τό σπέρμα αύτών από τής γής έν τφ έπαναστήναι αύτοΐς άνθρωπον αλλότριον γένους ημών
8 κατά τά άμαρτήματα αύτών αποδώσεις αύτοΐς ό θεός εύρεθήναι αύτοΐς κατά τά έργα αύτών
9 ούκ ήλέησεν αύτούς ό θεός έξηρεύνησεν το σπέρμα αύτών και ούκ άφηκεν αύτων ενα
10 πιστός ό κύριος έν πασι τοίς κρίμασιν αύτου οις ποιεί έπι την γην
11 ήρήμωσεν ό άνομος την γην ημών άπό ένοικούντων αύτήν ήφάνισαν νέον και πρεσβύτην και τέκνα αύτών αμα
12 έν όργπ κάλλους αύτου έξαπέστειλεν αύτά εως έπι δυσμών και τούς άρχοντας της γης εις έμπαιγμόν και ούκ έφείσατο
13 έν άλλοτριότητι ό έχθρός έποίησεν ύπερηφανίαν και η καρδία αύτου άλλοτρία άπό του θεου ημών
14 και πάντα όσα έποίησεν έν Ιερουσαλημ καθώς και τά έθνη έν ταΐς πόλεσι του σθένους αύτών
15 και έπεκρατουσαν αύτών οι υιοί της διαθήκης έν μέσψ έθνών συμμίκτων ούκ ήν έν αύτοίς ό ποιών έν Ιερουσαλημ έλεος και άλήθειαν
16 έφύγοσαν άπ’ αύτών οΙ άγαπώντες συναγωγάς όσίων ώς στρουθία έξεπετάσθησαν άπό κοίτης αύτών
17 έπλανώντο έν έρήμοις σωθηναι ψυχάς αύτών άπό κακου και τίμιον έν όφθαλμοίς παροικίας ψυχη σεσφσμένη έξ αύτών
18 εις πασαν την γην έγενήθη ό σκορπισμός αύτών ύπό άνόμων ότι άνέσχεν ό ούρανός του στάξαι ύετόν έπι την γην
19 πηγαι συνεσχέθησαν αιώνιοι έξ άβύσσων άπό όρέων ύψηλών ότι ούκ ήν έν αύτοίς ποιών δικαιοσύνην και κρίμα
20 άπό άρχοντος αύτών και λαου έλαχίστου έν πάση άμαρτίρ ό βασιλεύς έν παρανομίρ και ό κριτής έν άπειθείρ και ό λαός έν άμαρτίφ
21 ιδέ κύριε και άνάστησον αύτοίς τόν βασιλέα αύτών υΙόν Δαυιδ εις τόν καιρόν ον ει'λου σύ ό θεός του βασιλευσαι έπι ισραηλ παίδά σου
22 και ύπόζωσον αύτόν ισχύν του θραυσαι άρχοντας άδίκους καθαρίσαι Ιερουσαλημ άπό έθνών καταπατούντων έν άπωλείρ
23 έν σοφίρ δικαιοσύνης έξώσαι άμαρτωλούς άπό κληρονομίας έκτρΐψαι ύπερηφανίαν άμαρτωλου ώς σκεύη κεραμέως
24 έν ράβδψ σιδηρά συντρΐψαι πασαν ύπόστασιν αύτών όλεθρευσαι έθνη παράνομα έν λόγψ στόματος αύτου
25 έν άπειλη αύτου φυγεΐν έθνη άπό προσώπου αύτου και έλέγξαι άμαρτωλούς έν λόγψ καρδίας αύτών
26 και συνάξει λαόν αγιον ού άφηγήσεται έν δικαιοσύνη και κρινεΐ φυλάς λαου ήγιασμένου ύπό κυρίου θεου αύτου
27 και ούκ άφήσει άδικίαν έν μέσψ αύτών αύλισθηναι έτι και ού κατοικήσει πας άνθρωπος μετ’ αύτών ειδώς κακίαν γνώσεται γάρ αύτούς ότι πάντες υΙοι θεου εισιν αύτών
28 και καταμερίσει αύτούς έν ταΐς φυλαΐς αύτων έπΐ της γης και πάροικος και αλλογενής ού παροικήσει αύτοΐς ετι
29 κρινεΐ λαούς και εθνη έν σοφίρ δικαιοσύνης αύτου διάψαλμα
30 και εξει λαούς έθνων δουλεύειν αύτφ ύπό τον ζυγόν αύτου και τον κύριον δοξάσει έν έπισήμψ πάσης της γης και καθαριεΐ Ιερουσαλήμ έν άγιασμφ ώς και τό απ’ αρχης
31 ερχεσθαι εθνη απ’ άκρου της γης ίδεΐν τήν δόξαν αύτου φέροντες δωρα τούς έξησθενηκότας υιούς αύτης και ίδεΐν τήν δόξαν κυρίου ήν έδόξασεν αύτήν ό θεός
32 και αύτός βασιλεύς δίκαιος διδακτός ύπό θεου έπ’ αύτούς και ούκ εστιν αδικία έν ταΐς ήμέραις αύτου έν μέσψ αύτων ότι πάντες άγιοι και βασιλεύς αύτων χριστός κυρίου
33 ού γαρ έλπιεΐ έπι ίππον και αναβάτην και τόξον ούδέ πληθυνεΐ αύτφ χρυσίον ούδέ αργύριον είς πόλεμον και πολλοΐς λαοΐς ού συνάξει έλπίδας είς ήμέραν πολέμου
34 κύριος αύτός βασιλεύς αύτου έλπις του δυνατού έλπίδι θεου και έλεήσει πάντα τα εθνη ένώπιον αύτου έν φόβψ
35 πατάξει γαρ γην τφ λόγψ του στόματος αύτου είς αίωνα εύλογήσει λαόν κυρίου έν σοφίρ μετ’ εύφροσύνης
36 και αύτός καθαρός από άμαρτίας του άρχειν λαου μεγάλου έλέγξαι άρχοντας και έξαραι άμαρτωλούς έν ίσχύι λόγου
37 και ούκ ασθενήσει έν ταΐς ήμέραις αύτου έπι θεφ αύτου ότι ό θεός κατειργάσατο αύτόν δυνατόν έν πνεύματι άγίψ και σοφόν έν βουλή συνέσεως μετα ίσχύος και δικαιοσύνης
38 και εύλογία κυρίου μετ’ αύτου έν ίσχύι και ούκ ασθενήσει
39 ή έλπις αύτου έπι κύριον και τίς δύναται πρός αύτόν
40 ίσχυρός έν εργοις αύτου και κραταιός έν φόβψ θεου ποιμαίνων τό ποίμνιον κυρίου έν πίστει και δικαιοσύνη και ούκ αφήσει ασθενησαι έν αύτοΐς έν τή νομή αύτων
41 έν ίσότητι πάντας αύτούς άξει και ούκ εσται έν αύτοΐς ύπερηφανία του καταδυναστευθηναι έν αύτοΐς
42 αυτη ή εύπρέπεια του βασιλέως Ισραηλ ήν εγνω ό θεός αναστησαι αύτόν έπ’ οίκον Ισραηλ παιδευσαι αύτόν
43 τα ρήματα αύτου πεπυρωμένα ύπέρ χρυσίον τό πρώτον τίμιον έν συναγωγαΐς διακρινεΐ λαου φυλάς ήγιασμένου οΙ λόγοι αύτου ώς λόγοι άγίων έν μέσψ λαων ήγιασμένων
44 μακάριοι οΙ γενόμενοι έν ταΐς ήμέραις έκείναις ίδεΐν τα αγαθα Ισραηλ έν συναγωγή φυλων α ποιήσει ό θεός
45 ταχύναι ό θεός έπι Ισραηλ τό ελεος αύτου ρύσαιτο ήμας από ακαθαρσίας έχθρων βεβήλων
46 κύριος αύτός βασιλεύς ήμων είς τόν αίωνα και ετι
Псалом восемнадцатый
1 Господи! милость Твоя – на творениях рук Твоих вовек,
2 благодать Твоя, дар изобилия – на Израиле. Глаза Твои взирают на них, и не узнает нужды ни одно из них, уши Твои услышат мольбу несчастного, молящегося с упованием.
3 Суды Твои надо всею землей исполнены милосердия, любовь же Твоя – на семени Авраамовом, сынах Израилевых.
4 Наказание Твое на нас – как на сыне первородном и единственном, дабы отвратить душу послушную от греха по неведению.
5 Да очистит Бог Израиля в день милости благословением, в день избрания – возвращением помазанника Его.
6 Блаженны, кому случится во дни те увидеть блага Господни, какие явит Он роду, грядущему
7 под жезл вразумления помазанника Господня – в страхе пред Богом своим, в мудрости духа, праведности и силы,
8 дабы направил Он человека в делах праведности страхом Божиим, восстановил их всех в страхе Господнем –
9 благой род, боящийся Бога, во дни милости.
10 Велик Бог наш и славен, живущий в вышних, определивший ход светил по времени от дней ко дням, и не сошли с пути, какой Он заповедал им.
11 В страхе Божием путь их каждый день – с того дня, как утвердил их Бог, и от века.
12 И не отклонились с того дня, как утвердил Он их; с давних времен не отступили они от пути своего, если Сам Бог не приказал им через слуг Своих.
Текст на греческом:
1 κύριε то έλεός σου έπΐ τα έργα των χειρών σου εις τον αιώνα ή χρηστότης σου μετα δόματος πλουσίου έπΐ Ισραηλ
2 οι οφθαλμοί σου έπιβλέποντες έπ’ αύτά καΐ ούχ ύστερήσει έξ αύτών τα ώτά σου έπακούει εις δέησιν πτωχού έν έλπίδι
3 τα κρίματά σου έπΐ πασαν την γην μετα έλέους καΐ ή αγάπη σου έπΐ σπέρμα Αβρααμ υιούς Ισραηλ
4 ή παιδεία σου έφ’ ήμας ώς υΙόν πρωτότοκον μονογενή άποστρέψαι ψυχην εύήκοον από άμαθίας έν άγνοι^
5 καθαρίσαι ό θεός Ισραηλ εις ήμέραν έλέους έν εύλογίρ εις ήμέραν έκλογης έν άνάξει χριστού αύτού
6 μακάριοι οΙ γενόμενοι έν ταΐς ήμέραις έκείναις ίδεΐν τα αγαθά κυρίου α ποιήσει γενεά τη έρχομένη
«Царь Соломон». Миниатюра Ингоберта к «Библии Карла Лысого». Ок. 880 г.
7 ύπό ράβδον παιδείας χριστού κυρίου έν φόβψ θεού αύτου έν σοφίρ πνεύματος και δικαιοσύνης και ισχύος
8 κατευθυναι ανδρα έν έργοις δικαιοσύνης φόβφ θεου καταστησαι πάντας αύτούς ένώπιον κυρίου
9 γενεά αγαθή έν φόβφ θεου έν ήμέραις έλέους διάψαλμα
10 μέγας ήμων ό θεός και ένδοξος έν ύψίστοις κατοικων ό διατάξας έν πορείρ φωστήρας εις καιρούς ώρων άφ’ ήμερων εις ήμέρας και ού παρέβησαν άπό όδου ής ένετείλω αύτοΐς
11 έν φόβφ θεου ή όδός αύτων καθ’ έκάστην ήμέραν άφ’ ής ήμέρας έκτισεν αύτούς ό θεός και έως αιωνος
12 και ούκ έπλανήθησαν άφ’ ής ήμέρας έκτισεν αύτούς άπό γενεών αρχαίων ούκ άπέστησαν όδων αύτων ει μή ό θεός ένετείλατο αύτοΐς έν έπιταγη δούλων αύτου
Соломон. Книга Экклесиаста
Слова Проповедующего в собрании, сына Давидова, царя в Иерусалиме:
Суета сует, – сказал Проповедующий, – суета сует: всё суета.
Что пользы человеку от всех его трудов, над чем он трудится под солнцем?
Род уходит, и род приходит, а Земля остается навек.
Восходит солнце, и заходит солнце, и на место свое поспешает,
Чтобы там опять взойти;
Бежит на юг и кружит на север, кружит, кружит на бегу своем ветер,
И на круги свои возвращается ветер;
Бегут все реки в море, – а море не переполнится,
К месту, куда реки бегут, –
Туда они продолжают бежать;
Всё – одна маята, и никто рассказать не умеет, –
Глядят, не пресытятся очи, слушают, не переполнятся уши.
Что было, то и будет, и что творилось, то творится,
И нет ничего нового под солнцем.
Бывает, скажут о чем-то: смотри, это новость!